συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
λεκτικός — ή, ό (AM λεκτικός, ή, όν) [λεκτός] 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά τού λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ. β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» η δυνατότητα … Dictionary of Greek
στεργάνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κοπρών». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από… … Dictionary of Greek